ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄
ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Ονοματεπώνυμο: …………………………………………………………………...
Ημερομηνία: ………………………………………………………………………..
Βαθμός: …………………………………………………………………………......
Ø Το
δοκίμιο αξιολόγησης αποτελείται από επτά (7) σελίδες.
Ø Να
απαντήσετε όλες τις ερωτήσεις στα φύλλα απαντήσεων που επισυνάπτονται.
ΜΕΡΟΣ Α΄: ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ (ΜΟΝΑΔΕΣ
6)
Νέα Παιδαγωγική
— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο
πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και
με παρέδωκε στο δάσκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα
δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο
που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
[...] Στην
Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος,
μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια,
στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον
άλλο σιγά να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια
του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την
Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν
καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη
φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό
στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει,
ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα
χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια,
μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά,
να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς,
κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε
έργα!» Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια
του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με
το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά,
ωσότου έβγαινε αίμα.
Ερωτήσεις
1. α.
Να γράψετε τον συγγραφέα και το είδος του κειμένου.
(μον. 1)
β.
Να αναφέρετε το ρηματικό πρόσωπο,
στο οποίο γίνεται η αφήγηση και να αναγνωρίσετε τον τύπο του αφηγητή.
(μον.
1)
2. α.
Να γράψετε τη μέθοδο , την οποία εφαρμόζουν οι δύο δάσκαλοι του παιδιού για να
επιβάλουν την πειθαρχία στην τάξη. Τεκμηριώστε την απάντησή σας με δύο (2)
παραδείγματα από το κείμενο.
(μον. 2)
β.
Να εντοπίσετε μέσα από το κείμενο και να γράψετε, πώς αντιλαμβάνεται ο δάσκαλος
της τετάρτης τάξης τη «Νέα Παιδαγωγική» μέθοδο και πώς οι μαθητές του.
(μον. 2)
ΜΕΡΟΣ Β΄: ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟΥ ΜΕ
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
(ΜΟΝΑΔΕΣ 14)
Διδαγμένο κείμενο
Η Βαγγελίτσα, Έλλη Αλεξίου
Ο πρώτος περίπατος που γίνηκε ήτανε σε μιαν
αμμουδερή ακρογιαλιά. Άμα φτιάξανε τα παιδιά φούρνους και ψωμιά στην άμμο, και
παίξανε κυνηγητό με τα κύματα, καθίσανε αποσταμένα να φάνε. Μόνο η Βαγγελίτσα
καθισμένη μακριά από τις άλλες, κατάντικρυ στον ήλιο, που βασίλευε και της
χρύσιζε τα ολόξανθα μαλλιά (είχανε φουντώσει με τον αέρα και της σκέπαζαν το
πρόσωπο), έτρωγε το ψωμί και τις σταφίδες που είχε χυμένες στην ποδιά της.
— Γιατί είσαι μόνη σου, Βαγγελίτσα, τη
ρώτησε η δασκάλα της, και δεν πας με καμιά παρέα;
— Δε με θέλουνε, γιατί δεν ξέρω να παίζω
και τους τα χαλνώ.
Αυτό το έλεγε φυσικά, δίχως παράπονο. Το 'ξερε
κι εκείνη πως υστερούσε από τις άλλες και το 'χε πάρει απόφαση. Μόνο η δασκάλα
δεν εννοούσε να το πάρει απόφαση και να πάψει να τη βασανίζει. Κι έπρεπε
αλήθεια να την αφήσει τη Βαγγελίτσα πια ήσυχη, γιατί για το χατίρι της αδικούσε
τ' άλλα παιδιά, τα πολλά, γι' αυτήν που ήτανε μια. Πόσες φορές δεν ξόδευε και
τη μισή ώρα του μαθήματος για λόγου της!
[…]Όπου μια μέρα τής γίνηκε της δασκάλας εξαιτίας της
Βαγγελίτσας σωστή αποκάλυψη. Και να πώς: Η Βαγγελίτσα καθότανε σ' ένα μικρό,
πάντα φρεσκοασπρισμένο σπιτάκι πιο πάνω από το δικό της, που της ήτανε πια οικείο*, γιατί το περνούσε τέσσερις φορές την
ημέρα, βρέχει λιάζει*, να πηγαίνει και να γυρίζει από
το σκολειό στο σπίτι της.
Είχε και μια αυλίτσα γεμάτη λουλούδια και εκεί
αντίκριζε κάθε μέρα, συμπαθητικό, τυλιγμένο στο μαύρο τσεμπέρι*, το πρόσωπο της μητέρας της
Βαγγελίτσας. Όπως ήτανε σκυμμένη στο ράψιμο της, με το ανδρικό σακάκι απλωμένο
στην ποδιά —φραγκοράφτισσα* ήτανε— ταρασσότανε στο πέρασμα
της δασκάλας και μόλις πρόφτανε να περιμαζέψει ψαλίδια και κουβαρίστρες, για να
σηκωθεί και ορθή να απαντήσει στο χαιρετισμό της.
— Καλημέρα σου, κυρία δασκάλα! Αν
πρόφτανε, έκοβε και κανένα κλαράκι βασιλικό ή βάρσαμο* και της το πρόσφερνε, για να τον έχει
να τον μυρίζεται.
Την ημέρα λοιπόν εκείνη της αποκάλυψης δεν
καθότανε κανείς στην αυλή. Μόνο ο γάτος κοιμότανε ξαπλωμένος στο κατώφλι. Από
μέσα όμως από το σπίτι έβγαινε μια φωνή, ένα παιδιάτικο τραγούδι δυνατό και
γεμάτο και τόσο γλυκό, που η δασκάλα ξαφνιάστηκε.
Θες να 'ναι η Βαγγελίτσα; Είπε και έσκυψε το
κεφάλι της από την πόρτα να δει ποιος τραγουδεί. Και πραγματικά ήταν εκείνη.
Καθισμένη σ' ένα σκαμνάκι στο κλειστό φύλλο της πόρτας τραγουδούσε η
Βαγγελίτσα. Δεν μπορούσε η δασκάλα να πιστέψει ούτε τ' αυτιά της ούτε τα μάτια
της. Αυτό το περίφημο τραγούδι έβγαινε από το λαρύγγι της Βαγγελίτσας! Και να
μην το ξέρει τόσον καιρό! Μα μήπως άνοιγε και ποτέ το στόμα της; Για να πει ένα
«ναι» έπρεπε όλη η τάξη να της δίνει κουράγιο.
Από κείνη τη μέρα πήρε η Βαγγελίτσα άλλη θέση
ανάμεσα στα παιδιά. Δεν ήτανε πια το χειρότερο παιδί, που δεν έχει καμιά χάρη
απάνω του. Από τώρα κι έπειτα ξεπερνούσε κι αυτή τις άλλες σε κάτι. Στο μάθημα
της ωδικής προσκαλιότανε πάντα πρώτη να πει τη μουσική φράση που διδασκότανε,
και γρήγορα επιβλήθηκε.
Αδίδακτο κείμενο
Αστραδενή,
Ευγενία Φακίνου
[…]«Μια καινούργια μαθήτρια, δεσποινίς».
(Ώστε είναι δεσποινίς κι όχι κυρία. Δεν έχει
παντρευτεί κι είναι μεγαλούτσικη).
«Στη δική μου τάξη βρήκανε να τη βάλουνε...
Έχουμε κιόλας 62 παιδιά. Τέλος πάντων. Ευχαριστώ, κύριε Γιώργο».
Στεκόμουνα κάπου κοντά στην έδρα. Κοίταξα την
τάξη. Μεγάλη ήτανε κι όμως νόμιζες ότι θα έσκαγε σε λίγο από τα πολλά παιδιά.
Είχε τέσσερις σειρές θρανία. Στα πιο πολλά θρανία καθόντουσαν τρία τρία παιδιά.
Και είχε και δυο θρανία στο πλάι της έδρας.
«Βρες μια θέση και κάτσε», μου 'πε η κυρία.
Εκεί στη δεύτερη σειρά στο τρίτο θρανίο κάθονται
δυο κορίτσια. Συμπαθητικά μου φαίνονται. Προχωρώ προς τα κει. Όταν φτάνω
όμως... έχουν κάτσει στις δυο άκρες του θρανίου και κάνουν ότι δε με βλέπουν.
Τι να κάνω τώρα; Να τους πω «πήγαινε πιο μέσα...», δεν μπορώ. Κοιτάζω γύρω.
Όλοι κάνουν ότι κοιτάνε τα τετράδιά τους. Ξέρω όμως ότι εμένα κοιτάνε. Τι θα
κάνω...
Αναστενάζω. Έχει και παρακάτω θρανίο με άδεια
θέση. Πάω για κει.
Κάθονται ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Όταν φτάνω
έχουν πιάσει κι αυτοί τις άκριες... Κοιτάω γύρω. Τι να κάνω;... Ακούω και κάτι
γέλια... Επίτηδες το κάνουνε... Δε με θέλουνε να καθίσω δίπλα τους. Γιατί;...
Πρέπει να 'χω γίνει κόκκινη σαν παντζάρι. Γυρνάω το κεφάλι μου και τους κοιτάω.
Ν' άνοιγε η γη να με καταπιεί... Στέκομαι εκεί στη μέση. Στο λαιμό μου κάτι
ανεβοκατεβαίνει...
«Ακόμα να καθίσεις;», ρωτάει απ' την έδρα της η
κυρία.
[…]«Κάτσε με το Γιώργο, που είναι τιμωρία. Εσείς οι άλλοι
τελειώστε με την ορθογραφία σας».
Τα παιδιά, φαίνεται, τελείωσαν την ορθογραφία,
γιατί σηκώθηκαν κάτι κορίτσια, μάζεψαν τα τετράδια και τα 'δωσαν στη δασκάλα.
«Λοιπόν», είπε αυτή και άνοιξε ένα πράσινο
τετράδιο, «για σήκω εσύ, η καινούργια, και πες μου τ' όνομά σου».
Στάθηκα όρθια δίπλα στο θρανίο μου κι είπα:
«Αστραδενή Χατζηπέτρου».
Η κυρία δε με κοίταζε, ετοιμαζότανε να γράψει τ'
όνομά μου στο τετράδιο —ο κατάλογος θα ήταν— αλλά τα παιδιά άρχισαν τα γέλια...
Γιατί άραγε;... Και τότε εκείνη σήκωσε το κεφάλι, χτύπησε ένα χάρακα στο
τραπέζι και είπε:
«Ησυχία εσείς! Πώς το είπες αυτό το όνομα;».
«Αστραδενή Χατζηπέτρου».
«Όχι το Χατζηπέτρου... το Αστραδενή...
Χριστιανικό είναι;...».
«Ναι», έκανα με το κεφάλι. Έτρεμα. Δεν της άρεσε
τ' όνομά μου, φαίνεται...
Δηλαδή, ΕΤΣΙ σε βάφτισε ο παπάς;», ξαναρώτησε.
«Αστερόπη, με βάφτισε, αλλά με φωνάζουν
Αστραδενή».
«Και το... Αστραδενή είναι χριστιανικό;».
«Μάλιστα. Η κυρία μας —η δασκάλα μου— θέλω να πω
η παλιά μου η δασκάλα, μου είπε ότι είναι πολύ αρχαίο όνομα. Είναι ένα αστέρι
από τα εφτά της Πούλιας...».
«Εγώ, δεν ξέρω τέτοιο όνομα. Πότε γιορτάζεις, τέλος πάντων,
για να καταλάβω».
«Οι Αστερόπες δε γιορτάζουν. Μόνο γενέθλια
έχουν».
Άλλα γέλια από κάτω. Μα γιατί γελάνε ΕΤΣΙ όλοι
αυτοί;... Πρέπει να τα μπαλώσω, αλλιώς αυτή η δασκάλα θα με γράψει στα μαύρα κατάστιχα*...
«Μερικές Αστερόπες, κυρία, λέω, γιορτάζουν της
Αγίας Ουρανίας. Εγώ όμως δεν κάνω γιορτή...».
«Λοιπόν, για να τελειώνουμε», είπε η κυρία κι
έγραφε... «ΟΥ-ΡΑ-ΝΙ-Α ΧΑ-ΤΖΗ-ΠΕ- ΤΡΟΥ».
«Αστερόπη, κυρία!», φώναξα. «Αυτό είναι τ' όνομά
μου».
«Πρόσεξε, γιατί δε θα τα πάμε καλά εμείς οι δύο!
ΟΥΡΑΝΙΑ θα σε φωνάζω. Αυτό είναι όνομα της
Εκκλησίας μας».
Μια μέρα, κάτι κορίτσια μου τραγουδούσανε ένα
πειραχτικό τραγούδι: «Αστερία, Αστερία, είσαι μια μικρή κυρία». Τις πλάκωσα στο
ξύλο. Με νευριάζανε... Καθόμουν στη γωνιά μου κι έτρωγα το κουλούρι μου κι
αυτές εκεί: «Αστερία κι Αστερία...». Στην αρχή έκανα ότι δεν καταλάβαινα,
μετά... άνθρωπος είμαι κι εγώ... τις βούτηξα απ' τα μαλλιά — τις δύο— και τις
έφερα κάτω. Είμαι πολύ καλή σ' αυτό το κόλπο. Μου το 'χει μάθει ο ξάδελφος μου
ο Ντίνος.
Οι μαρτυριάρες πήγανε στη δασκάλα.
Με φώναξε η δεσποινίς. Της τα 'πα κι εγώ. Δε θα θα μίλαγα, αν δε γινόταν η
φασαρία, αλλά τώρα που έγινε... Θα έκανα υπομονή, πόσος καιρός μας μένει...
Ένας μήνας!... Του χρόνου μπορεί και να 'χω άλλη δασκάλα... Αλλά τώρα... Δεν
την κράτησα τη γλώσσα μου και τα 'πα. Καλά λέει η μάνα μου ότι είμαι «γλωσσού».
Ερωτήσεις
1.
α. Να βρείτε και να
γράψετε το κοινό θέμα των δύο
κειμένων.
(μον. 1)
β. Αφού μελετήσετε προσεχτικά τα κείμενα, να
συγκρίνετε τόσο την στάση των δύο δασκάλων, όσο και τη στάση των συμμαθητών,
απέναντι στις πρωταγωνίστριες των δύο κειμένων.
(μον.
4)
γ. Να αντιπαραβάλετε την αντίδραση των δύο
κοριτσιών-πρωταγωνιστριών των κειμένων απέναντι στους συμμαθητές τους.
(μον. 2)
2.
α. Να αναφέρετε σε
ποιο ρηματικό πρόσωπο γίνεται η
αφήγηση και ποιον τύπο αφηγητή
αναγνωρίζετε στο καθένα από τα κείμενα. Να εντοπίσετε και να γράψετε
παραδείγματα που να επιβεβαιώνουν την απάντησή σας από το κάθε κείμενο.
(μον.
3)
β. Να γράψετε τον γραμματικό χρόνο που χρησιμοποιούν οι δύο συγγραφείς, τόσο στην
αφήγηση όσο και στους διαλόγους και να αναφέρετε γιατί νομίζετε ότι συμβαίνει
αυτό. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας με δύο (2) παραδείγματα από το κάθε
κείμενο.
(μον.
3)
3. Να εντοπίσετε και να
γράψετε δύο (2) μεταφορές από το
διήγημα «Η Βαγγελίτσα».
(μον.
1)
ΤΕΛΟΣ ΓΡΑΠΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!!
☺
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου